- ρουσφετολογία
- η взяточничество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρουσφετολογία — η Ν η επιδίωξη ή παροχή ρουσφετιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουσφετολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ρουσφετολογία — η συναλλαγή με ρουσφέτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ρουσφετολογικός — ή, ό, Ν [ρουσφετολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρουσφετολογία ή στον ρουσφετολόγο … Dictionary of Greek
Κωλέττης, Ιωάννης — (Συρράκο Ηπείρου 1780 ή 1784 – Αθήνα 1847). Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός, πρωθυπουργός της χώρας (1844 47). Σπούδασε ιατρική στην Πίζα της Ιταλίας, όπου επηρεασμένος από τις μυστικές επαναστατικές οργανώσεις των καρμπονάρων ίδρυσε, με τη… … Dictionary of Greek
μικροπολιτική — η η πολιτική που ασχολείται με μικρά και ασήμαντα ζητήματα, η ασχολία του επαγγελματία πολιτικού με μικροπράγματα, η ρουσφετολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρουσφετολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη ρουσφετολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναλλαγή — η 1. ανταλλαγή κάποιου πράγματος με άλλο, δοσοληψία: Δεν είναι έντιμος στις συναλλαγές του. – Ασχολείται με πολύ επικερδείς συναλλαγές. 2. μτφ., παροχή ανταλλαγμάτων για παράνομη υποστήριξη, ρουσφετολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)